- εξεπιπολης
- ἐξεπιπολῆςἐξ-επιπολῆςтж. ἐξ ἐπιπολῆς adv. по поверхности, поверхностно, слегка
(καθίκετο ὅ λόγος Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(καθίκετο ὅ λόγος Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εξεπιπολής — ἐξεπιπολής (Α) επίρρ. εντελώς επιπόλαια … Dictionary of Greek
ἐξεπιπολῆς — ἐκ , ἐπί πολέω go about pres ind act 2nd sg (doric) ἐκ ἐπιπολάζω fut ind act 2nd sg (doric) ἐκ ἐπιπολάζω fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)